- πανέρημος
- πανέρημοςall-desolatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανέρημος — και πανέρμος, η, ο / πανέρημος, ον, ΝΑ (ιδίως για χώρες, πόλεις ή σπίτια) εντελώς έρημος, εγκαταλελειμμένος, ρημαγμένος νεοελλ. 1. (σε ποιητ. χρήση) (για τη θάλασσα) εντελώς έρημος από πλοία 2. (για πρόσ.) εντελώς μόνος, ολομόναχος, καταμόναχος.… … Dictionary of Greek
πανέρημον — πανέρημος all desolate masc/fem acc sg πανέρημος all desolate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανερήμοις — πανέρημος all desolate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανερήμου — πανέρημος all desolate masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανερήμους — πανέρημος all desolate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανερήμῳ — πανέρημος all desolate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανέρημα — πανέρημος all desolate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
πανέρμος — η, ο βλ. πανέρημος … Dictionary of Greek
πανερημία — και πανερημιά, η ολοκληρωτική ερημιά, απόλυτη μοναξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανέρημος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek